- νυχίου
- νύχιοςnightlymasc/neut gen sgνύχιοςnightlymasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ονυχία — η 1. ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού ή τού δέρματος γύρω από το νύχι (α. «υπονύχια ονυχία» φλεγμονή τής κοίτης τού νυχιού β. «περιονύχια ονυχία» ή «παρωνυχία» φλεγμονή τού δέρματος γύρω από το νύχι) 2. ζωολ. γένος δεκάποδων… … Dictionary of Greek
ονυχογόνος — ο, θηλ. και α αυτός που αναφέρεται στη διάπλαση ή στη γένεση τού νυχιού («ονυχογόνος μεμβράνα» η επιθηλιακή στιβάδα που βρίσκεται κάτω από το κεράτινο τμήμα τού νυχιού τών ζώων) … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
άργεμος — ἄργεμος, ο (AM) 1. άργεμα (Ι)* 2. το κυρίως σώμα του νυχιού με χαρακτηριστικά το ρόδινο χρώμα και τη γραμμωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο] … Dictionary of Greek
αετονύχι — και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το 1. νύχι αετού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή τού νυχιού τού αετού 3. ο καρπός τής αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακρωνυχία — ἀκρωνυχία, η (Α) 1. το άκρο τού νυχιού 2. άκρο, κορυφή όρους (βλ. και ακρώρεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄνυξ υχος] … Dictionary of Greek
ακρωνύχι — και ακρώνυχο και ακράνυχο, το η άκρη τού νυχιού και γενικά η άκρη τού δακτύλου (χεριού ή ποδιού). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ακρώνυχον βλ. ακρώνυχος] … Dictionary of Greek
ακρωνύχιο — το ή δόντι Ναυτ. η άκρη τού πτερυγίου (νυχιού) τής άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d ancre] … Dictionary of Greek
ακρόνυχα — επίρρ. [ακρονύχι] 1. στην άκρη τού νυχιού 2. με το άκρο τών νυχιών, στις μύτες τών ποδιών … Dictionary of Greek